- αγριοκάρδαμο
- το και -κάρδαμος, ο1. η αγριοκαρδαμούδα*2. το αγριοσέλινο*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ερύσιμο — (Εrysimum). Γένος μονοετών, διετών ή πολυετών ποωδών φυτών της οικογένειας των κρουτσιφεριδών ή σταυρανθών (δικοτυλήδονα). Αριθμεί περίπου 90 είδη των εύκρατων περιοχών της Ευρώπης και της Ασίας. Έχει στενά, γραμμοειδή, ελαφρά και οδοντωτά φύλλα … Dictionary of Greek